- φαγέειν
- ἐσθίωeataor inf act (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαγείν — και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α 1. τρώγω («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.) 2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β ἔ φαγ ον (απρμφ. φαγεῖν) τού ρ. ἐσθίω «τρώγω»… … Dictionary of Greek